- ἀνακαλύπτεται
- ἀνακαλύπτωuncoverpres ind mp 3rd sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ανθρωπολογία — Επιστήμη που εξετάζει τον άνθρωπο στο σύνολο των σωματικών χαρακτηριστικών του και των εκδηλώσεων της διανοητικότητάς του· όπως την όρισε o Μπιφόν, είναι η φυσική ιστορία του ανθρώπινου γένους. Η α. μελετά τον άνθρωπο –στο παρελθόν και στο παρόν … Dictionary of Greek
δευτερομύκητες — Μύκητες των οποίων είναι γνωστή μόνο η αγενής αναπαραγωγή, δηλαδή το ατελές στάδιο, γι’ αυτό ονομάζονται και ατελείς μύκητες. Αυτό σημαίνει ότι είτε οι μύκητες αυτοί έχουν χάσει την ικανότητα εγγενούς αναπαραγωγής είτε απλώς δεν έχει παρατηρηθεί… … Dictionary of Greek
διαφωτισμός — Ιδεολογικό και πολιτιστικό κίνημα του 18ου αι., που επεκτάθηκε σχεδόν σε όλους του κύκλους των πνευματικών ανθρώπων της Ευρώπης, αλλά είχε τα κέντρα ακτινοβολίας του και τους σημαντικότερους εκπροσώπους του αρχικά στην Αγγλία και αργότερα κυρίως… … Dictionary of Greek
δυσανακάλυπτος — δυσανακάλυπτος, ον (Μ) αυτός που με δυσκολία ανακαλύπτεται … Dictionary of Greek
δυσεξέλεγκτος — η, ο (ΑΜ δυσεξέλεγκτος, ον) 1. αυτός που δύσκολα ελέγχεται ή αναιρείται 2. αυτός που δύσκολα ανακαλύπτεται … Dictionary of Greek
δυσεξεύρετος — η, ο (AM δυσεξεύρετος, ον) αυτός που δύσκολα ανακαλύπτεται ή ερευνάται («ἡρώων ἀπόρρητοι θῆκαι δυσεξεύρετοι», Πλούτ.) νεοελλ. 1. δυσκολοκατόρθωτος 2. αυτός τον οποίο δύσκολα εξευρίσκει ή προμηθεύεται κάποιος … Dictionary of Greek
δυσεξιχνίαστος — η, ο 1. αυτός που δύσκολα εξιχνιάζεται ή ανακαλύπτεται 2. δυσνόητος … Dictionary of Greek
δυσεύρετος — η, ο (AM δυσεύρετος, ον) αυτός τον οποίο δύσκολα βρίσκει κανείς, σπάνιος («δυσεύρετα τρόφιμα») αρχ. 1. αυτός που δύσκολα ανακαλύπτεται ή διακρίνεται («δυσεύρετον γένος») 2. εκείνος από τον οποίο δύσκολα βρίσκει κανείς δίοδο … Dictionary of Greek
δυσφώρατος — δυσφώρατος, ον (Α) αυτός που δύσκολα ανακαλύπτεται, που δεν πιάνεται εύκολα … Dictionary of Greek
ευφώρατος — εὐφώρατος, ον (Α) αυτός που ανακαλύπτεται, αποκαλύπτεται ή διακρίνεται εύκολα («παντελῶς ἔν γε τούτοις εὐφώρατον εἶναι τὴν διαφοράν», Πλούτ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + φωρατός «αυτός που μπορεί να αποκαλυφθεί» (< φωρώ «ερευνώ για κλοπή»)] … Dictionary of Greek